μόρε

μόρε
μόρος
fate
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κασπία θάλασσα — (ρωσ. Κασπίσκογιε Μόρε, περσ. Νταριάι ε Μαζανταράν). Λιμναία λεκάνη (373.000 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας· πρόκειται για τη μεγαλύτερη εσωτερική θάλασσα του κόσμου. Περιβάλλεται ΒΑ από το Καζακστάν, ΝΑ από το Τουρκμενιστάν, Ν από το Ιράν, ΝΔ… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρεντς, θάλασσα του- — (ρωσ. Μπαρέντσοβο Μόρε, νορβηγ. Barents Havet). Τμήμα του Αρκτικού ωκεανού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των νησιών Σβάλμπαρντ και του αρχιπελάγους Φραγκίσκου Ιωσήφ, της Νόβαγια Ζεμλιά και των ακτών της βόρειας Ευρώπης. Συγκοινωνεί στα Α με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σεβίλλη — (Sevilla). Πόλη (669 976 κάτ.) της νότιας Ισπανίας, στην Ανδαλουσία επί της αριστερής όχθης του Γκουανταλκιβίρ, όπου ο μεγάλος αυτός ποταμός είναι ακόμα πλωτός για ωκεανοπόρα πλοία. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (14 036 τ. χλμ.), που… …   Dictionary of Greek

  • Σισλέ, Αλφρέ — (Sisley). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1839 Μορέ συρ Λουάν 1899). Από αγγλική οικογένεια, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την τοπιογραφία του Τέρνερ και του Κόνσταμπλ. Γυρίζοντας στο Παρίσι, συνδέθηκε φιλικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”